διακύβευση

διακύβευση
η
διακινδύνευση, ριψοκινδύνευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διακυβεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στο περιοδικό σύγγραμμα Μνημοσύνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διακύβευση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του διακυβεύω, η διακινδύνευση: Είναι ανεπίτρεπτη η διακύβευση των εθνικών συμφερόντων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”